- ασφυξιογόνος
- -ο1. αυτός που προκαλεί ασφυξία2. «ασφυξιογόνα αέρια» — πολεμικά αέρια που ερεθίζουν τα αναπνευστικά όργανα, εμποδίζουν την αναπνοή και μπορούν να προκαλέσουν θάνατο από ασφυξία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασφυξιογόνος — α, ο αυτός που προκαλεί ασφυξία: Τα ασφυξιογόνα αέρια φέρνουν θάνατο από ασφυξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)